Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσπλοκή
πρόσπλους
προσπλωτός
πρόσπνευμα
πρόσπνευσις
προσπνέω
προσπογγίζω
προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιησίσοφος
προσποιητής
προσποιητικός
προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
προσπολιτεύομαι
πρόσπολος
προσπονέομαι
View word page
προσποίησις
a taking something to oneself, acquisition
ShortDef
a taking something to oneself, acquisition
Debugging
Headword:
προσποίησις
Headword (normalized):
προσποίησις
Headword (normalized/stripped):
προσποιησις
IDX:
76126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76127
Key:
Data
{'content': 'a taking something to oneself, acquisition'}