Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπλήσσω
προσπλοκή
πρόσπλους
προσπλωτός
πρόσπνευμα
πρόσπνευσις
προσπνέω
προσπογγίζω
προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιησίσοφος
προσποιητής
προσποιητικός
προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
προσπολιτεύομαι
πρόσπολος
View word page
προσποίημα
a pretence, assumption

ShortDef

a pretence, assumption

Debugging

Headword:
προσποίημα
Headword (normalized):
προσποίημα
Headword (normalized/stripped):
προσποιημα
IDX:
76125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76126
Key:

Data

{'content': 'a pretence, assumption'}