Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσπλεκτέον
προσπλέκω
προσπλεονάζω
προσπλέω
προσπληρόω
προσπλήσσω
προσπλοκή
πρόσπλους
προσπλωτός
πρόσπνευμα
πρόσπνευσις
προσπνέω
προσπογγίζω
προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιησίσοφος
προσποιητής
προσποιητικός
προσποιητός
View word page
πρόσπνευσις
breathing on
ShortDef
breathing on
Debugging
Headword:
πρόσπνευσις
Headword (normalized):
πρόσπνευσις
Headword (normalized/stripped):
προσπνευσις
IDX:
76120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76121
Key:
Data
{'content': 'breathing on'}