Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόσπλατος
προσπλεκτέον
προσπλέκω
προσπλεονάζω
προσπλέω
προσπληρόω
προσπλήσσω
προσπλοκή
πρόσπλους
προσπλωτός
πρόσπνευμα
πρόσπνευσις
προσπνέω
προσπογγίζω
προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιησίσοφος
προσποιητής
προσποιητικός
View word page
πρόσπνευμα
inspiration
ShortDef
inspiration
Debugging
Headword:
πρόσπνευμα
Headword (normalized):
πρόσπνευμα
Headword (normalized/stripped):
προσπνευμα
IDX:
76119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76120
Key:
Data
{'content': 'inspiration'}