Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπλαστικός
πρόσπλατος
προσπλεκτέον
προσπλέκω
προσπλεονάζω
προσπλέω
προσπληρόω
προσπλήσσω
προσπλοκή
πρόσπλους
προσπλωτός
πρόσπνευμα
πρόσπνευσις
προσπνέω
προσπογγίζω
προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιησίσοφος
προσποιητής
View word page
προσπλωτός
accessible from the sea

ShortDef

accessible from the sea

Debugging

Headword:
προσπλωτός
Headword (normalized):
προσπλωτός
Headword (normalized/stripped):
προσπλωτος
IDX:
76118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76119
Key:

Data

{'content': 'accessible from the sea'}