Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσπλάσσω
προσπλαστικός
πρόσπλατος
προσπλεκτέον
προσπλέκω
προσπλεονάζω
προσπλέω
προσπληρόω
προσπλήσσω
προσπλοκή
πρόσπλους
προσπλωτός
πρόσπνευμα
πρόσπνευσις
προσπνέω
προσπογγίζω
προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιησίσοφος
View word page
πρόσπλους
access by sea
ShortDef
access by sea
Debugging
Headword:
πρόσπλους
Headword (normalized):
πρόσπλους
Headword (normalized/stripped):
προσπλους
IDX:
76117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76118
Key:
Data
{'content': 'access by sea'}