Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσπλάζω
προσπλάσσω
προσπλαστικός
πρόσπλατος
προσπλεκτέον
προσπλέκω
προσπλεονάζω
προσπλέω
προσπληρόω
προσπλήσσω
προσπλοκή
πρόσπλους
προσπλωτός
πρόσπνευμα
πρόσπνευσις
προσπνέω
προσπογγίζω
προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
View word page
προσπλοκή
close embrace
ShortDef
close embrace
Debugging
Headword:
προσπλοκή
Headword (normalized):
προσπλοκή
Headword (normalized/stripped):
προσπλοκη
IDX:
76116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76117
Key:
Data
{'content': 'close embrace'}