Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσω
προσπλαστικός
πρόσπλατος
προσπλεκτέον
προσπλέκω
προσπλεονάζω
προσπλέω
προσπληρόω
προσπλήσσω
προσπλοκή
πρόσπλους
προσπλωτός
πρόσπνευμα
πρόσπνευσις
προσπνέω
προσπογγίζω
προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
View word page
προσπλήσσω
strike

ShortDef

strike

Debugging

Headword:
προσπλήσσω
Headword (normalized):
προσπλήσσω
Headword (normalized/stripped):
προσπλησσω
IDX:
76115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76116
Key:

Data

{'content': 'strike'}