Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπίπτω
προσπιστεύω
προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσω
προσπλαστικός
πρόσπλατος
προσπλεκτέον
προσπλέκω
προσπλεονάζω
προσπλέω
προσπληρόω
προσπλήσσω
προσπλοκή
πρόσπλους
προσπλωτός
πρόσπνευμα
πρόσπνευσις
προσπνέω
προσπογγίζω
προσποθέω
View word page
προσπλέω
to sail towards

ShortDef

to sail towards

Debugging

Headword:
προσπλέω
Headword (normalized):
προσπλέω
Headword (normalized/stripped):
προσπλεω
IDX:
76113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76114
Key:

Data

{'content': 'to sail towards'}