Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπίνω
προσπιπίσκω
προσπιπράσκω
προσπίπτω
προσπιστεύω
προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσω
προσπλαστικός
πρόσπλατος
προσπλεκτέον
προσπλέκω
προσπλεονάζω
προσπλέω
προσπληρόω
προσπλήσσω
προσπλοκή
πρόσπλους
προσπλωτός
πρόσπνευμα
πρόσπνευσις
View word page
προσπλεκτέον
one must add, mix in

ShortDef

one must add, mix in

Debugging

Headword:
προσπλεκτέον
Headword (normalized):
προσπλεκτέον
Headword (normalized/stripped):
προσπλεκτεον
IDX:
76110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76111
Key:

Data

{'content': 'one must add, mix in'}