Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσπίλναμαι
προσπίνω
προσπιπίσκω
προσπιπράσκω
προσπίπτω
προσπιστεύω
προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσω
προσπλαστικός
πρόσπλατος
προσπλεκτέον
προσπλέκω
προσπλεονάζω
προσπλέω
προσπληρόω
προσπλήσσω
προσπλοκή
πρόσπλους
προσπλωτός
πρόσπνευμα
View word page
πρόσπλατος
approachable
ShortDef
approachable
Debugging
Headword:
πρόσπλατος
Headword (normalized):
πρόσπλατος
Headword (normalized/stripped):
προσπλατος
IDX:
76109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76110
Key:
Data
{'content': 'approachable'}