Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθιππασία
ἀνθιππεύω
ἀνθισμός
ἀνθίστημι
ἀνθοβαφής
ἀνθοβαφία
ἀνθοβάφος
ἀνθοβολέω
ἀνθοβόλησις
ἀνθόβολος
ἀνθοβοσκός
ἀνθογραφέω
ἀνθοδίαιτος
ἀνθοδόκος
ἀνθοκάρηνος
ἀνθοκομέω
ἀνθοκόμος
ἀνθοκρατέω
ἀνθόκροκος
ἀνθολκή
ἀνθολογέω
View word page
ἀνθοβοσκός
nourishing, growing flowers

ShortDef

nourishing, growing flowers

Debugging

Headword:
ἀνθοβοσκός
Headword (normalized):
ἀνθοβοσκός
Headword (normalized/stripped):
ανθοβοσκος
IDX:
7610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7611
Key:

Data

{'content': 'nourishing, growing flowers'}