Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπιέζω
προσπικραίνω
προσπίλναμαι
προσπίνω
προσπιπίσκω
προσπιπράσκω
προσπίπτω
προσπιστεύω
προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσω
προσπλαστικός
πρόσπλατος
προσπλεκτέον
προσπλέκω
προσπλεονάζω
προσπλέω
προσπληρόω
προσπλήσσω
προσπλοκή
πρόσπλους
View word page
προσπλάσσω
to form

ShortDef

to form

Debugging

Headword:
προσπλάσσω
Headword (normalized):
προσπλάσσω
Headword (normalized/stripped):
προσπλασσω
IDX:
76107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76108
Key:

Data

{'content': 'to form'}