Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπηχύνομαι
προσπιέζω
προσπικραίνω
προσπίλναμαι
προσπίνω
προσπιπίσκω
προσπιπράσκω
προσπίπτω
προσπιστεύω
προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσω
προσπλαστικός
πρόσπλατος
προσπλεκτέον
προσπλέκω
προσπλεονάζω
προσπλέω
προσπληρόω
προσπλήσσω
προσπλοκή
View word page
προσπλάζω
to come near, approach

ShortDef

to come near, approach

Debugging

Headword:
προσπλάζω
Headword (normalized):
προσπλάζω
Headword (normalized/stripped):
προσπλαζω
IDX:
76106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76107
Key:

Data

{'content': 'to come near, approach'}