Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπηλόω
προσπηχύνομαι
προσπιέζω
προσπικραίνω
προσπίλναμαι
προσπίνω
προσπιπίσκω
προσπιπράσκω
προσπίπτω
προσπιστεύω
προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσω
προσπλαστικός
πρόσπλατος
προσπλεκτέον
προσπλέκω
προσπλεονάζω
προσπλέω
προσπληρόω
προσπλήσσω
View word page
προσπίτνω
to fall upon

ShortDef

to fall upon

Debugging

Headword:
προσπίτνω
Headword (normalized):
προσπίτνω
Headword (normalized/stripped):
προσπιτνω
IDX:
76105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76106
Key:

Data

{'content': 'to fall upon'}