Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσπήγνυμι
προσπηδάω
προσπηλόω
προσπηχύνομαι
προσπιέζω
προσπικραίνω
προσπίλναμαι
προσπίνω
προσπιπίσκω
προσπιπράσκω
προσπίπτω
προσπιστεύω
προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσω
προσπλαστικός
πρόσπλατος
προσπλεκτέον
προσπλέκω
προσπλεονάζω
προσπλέω
View word page
προσπίπτω
to fall upon, strike against
ShortDef
to fall upon, strike against
Debugging
Headword:
προσπίπτω
Headword (normalized):
προσπίπτω
Headword (normalized/stripped):
προσπιπτω
IDX:
76103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76104
Key:
Data
{'content': 'to fall upon, strike against'}