Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεφυκότως
πρόσπηγμα
προσπήγνυμι
προσπηδάω
προσπηλόω
προσπηχύνομαι
προσπιέζω
προσπικραίνω
προσπίλναμαι
προσπίνω
προσπιπίσκω
προσπιπράσκω
προσπίπτω
προσπιστεύω
προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσω
προσπλαστικός
πρόσπλατος
View word page
προσπίλναμαι
to approach quickly

ShortDef

to approach quickly

Debugging

Headword:
προσπίλναμαι
Headword (normalized):
προσπίλναμαι
Headword (normalized/stripped):
προσπιλναμαι
IDX:
76099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76100
Key:

Data

{'content': 'to approach quickly'}