Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπεριορίζομαι
προσπεριποιέω
προσπερμεία
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεφυκότως
πρόσπηγμα
προσπήγνυμι
προσπηδάω
προσπηλόω
προσπηχύνομαι
προσπιέζω
προσπικραίνω
προσπίλναμαι
προσπίνω
προσπιπίσκω
προσπιπράσκω
προσπίπτω
προσπιστεύω
προσπίτνω
προσπλάζω
View word page
προσπηχύνομαι
take in one's arms

ShortDef

take in one's arms

Debugging

Headword:
προσπηχύνομαι
Headword (normalized):
προσπηχύνομαι
Headword (normalized/stripped):
προσπηχυνομαι
IDX:
76096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76097
Key:

Data

{'content': "take in one's arms"}