Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπεριοδεύω
προσπεριορίζομαι
προσπεριποιέω
προσπερμεία
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεφυκότως
πρόσπηγμα
προσπήγνυμι
προσπηδάω
προσπηλόω
προσπηχύνομαι
προσπιέζω
προσπικραίνω
προσπίλναμαι
προσπίνω
προσπιπίσκω
προσπιπράσκω
προσπίπτω
προσπιστεύω
προσπίτνω
View word page
προσπηλόω
close with clay

ShortDef

close with clay

Debugging

Headword:
προσπηλόω
Headword (normalized):
προσπηλόω
Headword (normalized/stripped):
προσπηλοω
IDX:
76095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76096
Key:

Data

{'content': 'close with clay'}