Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσπεριλαμβάνω
προσπεριοδεύω
προσπεριορίζομαι
προσπεριποιέω
προσπερμεία
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεφυκότως
πρόσπηγμα
προσπήγνυμι
προσπηδάω
προσπηλόω
προσπηχύνομαι
προσπιέζω
προσπικραίνω
προσπίλναμαι
προσπίνω
προσπιπίσκω
προσπιπράσκω
προσπίπτω
προσπιστεύω
View word page
προσπηδάω
leap against
ShortDef
leap against
Debugging
Headword:
προσπηδάω
Headword (normalized):
προσπηδάω
Headword (normalized/stripped):
προσπηδαω
IDX:
76094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76095
Key:
Data
{'content': 'leap against'}