Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσπερικόπτω
προσπεριλαμβάνω
προσπεριοδεύω
προσπεριορίζομαι
προσπεριποιέω
προσπερμεία
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεφυκότως
πρόσπηγμα
προσπήγνυμι
προσπηδάω
προσπηλόω
προσπηχύνομαι
προσπιέζω
προσπικραίνω
προσπίλναμαι
προσπίνω
προσπιπίσκω
προσπιπράσκω
προσπίπτω
View word page
προσπήγνυμι
to fix to
ShortDef
to fix to
Debugging
Headword:
προσπήγνυμι
Headword (normalized):
προσπήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
προσπηγνυμι
IDX:
76093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76094
Key:
Data
{'content': 'to fix to'}