Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπερίκειμαι
προσπερικόπτω
προσπεριλαμβάνω
προσπεριοδεύω
προσπεριορίζομαι
προσπεριποιέω
προσπερμεία
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεφυκότως
πρόσπηγμα
προσπήγνυμι
προσπηδάω
προσπηλόω
προσπηχύνομαι
προσπιέζω
προσπικραίνω
προσπίλναμαι
προσπίνω
προσπιπίσκω
προσπιπράσκω
View word page
πρόσπηγμα
that which gathers and hardens on a place

ShortDef

that which gathers and hardens on a place

Debugging

Headword:
πρόσπηγμα
Headword (normalized):
πρόσπηγμα
Headword (normalized/stripped):
προσπηγμα
IDX:
76092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76093
Key:

Data

{'content': 'that which gathers and hardens on a place'}