Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσπεριεργάζομαι
προσπερίκειμαι
προσπερικόπτω
προσπεριλαμβάνω
προσπεριοδεύω
προσπεριορίζομαι
προσπεριποιέω
προσπερμεία
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεφυκότως
πρόσπηγμα
προσπήγνυμι
προσπηδάω
προσπηλόω
προσπηχύνομαι
προσπιέζω
προσπικραίνω
προσπίλναμαι
προσπίνω
προσπιπίσκω
View word page
προσπεφυκότως
clinging to
ShortDef
clinging to
Debugging
Headword:
προσπεφυκότως
Headword (normalized):
προσπεφυκότως
Headword (normalized/stripped):
προσπεφυκοτως
IDX:
76091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76092
Key:
Data
{'content': 'clinging to'}