Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσπεριειλέω
προσπεριεργάζομαι
προσπερίκειμαι
προσπερικόπτω
προσπεριλαμβάνω
προσπεριοδεύω
προσπεριορίζομαι
προσπεριποιέω
προσπερμεία
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεφυκότως
πρόσπηγμα
προσπήγνυμι
προσπηδάω
προσπηλόω
προσπηχύνομαι
προσπιέζω
προσπικραίνω
προσπίλναμαι
προσπίνω
View word page
προσπέτομαι
to fly to
ShortDef
to fly to
Debugging
Headword:
προσπέτομαι
Headword (normalized):
προσπέτομαι
Headword (normalized/stripped):
προσπετομαι
IDX:
76090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76091
Key:
Data
{'content': 'to fly to'}