Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσπελάτης
προσπέμπω
προσπεποιημένως
προσπέρδομαι
προσπεριαγγέλλω
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπεριειλέω
προσπεριεργάζομαι
προσπερίκειμαι
προσπερικόπτω
προσπεριλαμβάνω
προσπεριοδεύω
προσπεριορίζομαι
προσπεριποιέω
προσπερμεία
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεφυκότως
πρόσπηγμα
προσπήγνυμι
View word page
προσπερικόπτω
wheedle one out of in addition
ShortDef
wheedle one out of in addition
Debugging
Headword:
προσπερικόπτω
Headword (normalized):
προσπερικόπτω
Headword (normalized/stripped):
προσπερικοπτω
IDX:
76083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76084
Key:
Data
{'content': 'wheedle one out of in addition'}