Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσπελάζω
προσπέλασις
προσπελάτης
προσπέμπω
προσπεποιημένως
προσπέρδομαι
προσπεριαγγέλλω
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπεριειλέω
προσπεριεργάζομαι
προσπερίκειμαι
προσπερικόπτω
προσπεριλαμβάνω
προσπεριοδεύω
προσπεριορίζομαι
προσπεριποιέω
προσπερμεία
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεφυκότως
View word page
προσπεριεργάζομαι
busy oneself still further, inquire curiously
ShortDef
busy oneself still further, inquire curiously
Debugging
Headword:
προσπεριεργάζομαι
Headword (normalized):
προσπεριεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσπεριεργαζομαι
IDX:
76081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76082
Key:
Data
{'content': 'busy oneself still further, inquire curiously'}