Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσπαρορμάω
προσπαρτός
προσπασσαλεύω
προσπάσσω
προσπαστέον
προσπάσχω
προσπάω
πρόσπεινος
προσπειράζω
προσπελάζω
προσπέλασις
προσπελάτης
προσπέμπω
προσπεποιημένως
προσπέρδομαι
προσπεριαγγέλλω
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπεριειλέω
προσπεριεργάζομαι
προσπερίκειμαι
View word page
προσπέλασις
bringing
ShortDef
bringing
Debugging
Headword:
προσπέλασις
Headword (normalized):
προσπέλασις
Headword (normalized/stripped):
προσπελασις
IDX:
76072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76073
Key:
Data
{'content': 'bringing'}