Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπαροξύνω
προσπαρορμάω
προσπαρτός
προσπασσαλεύω
προσπάσσω
προσπαστέον
προσπάσχω
προσπάω
πρόσπεινος
προσπειράζω
προσπελάζω
προσπέλασις
προσπελάτης
προσπέμπω
προσπεποιημένως
προσπέρδομαι
προσπεριαγγέλλω
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπεριειλέω
προσπεριεργάζομαι
View word page
προσπελάζω
to make to approach, bring near to

ShortDef

to make to approach, bring near to

Debugging

Headword:
προσπελάζω
Headword (normalized):
προσπελάζω
Headword (normalized/stripped):
προσπελαζω
IDX:
76071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76072
Key:

Data

{'content': 'to make to approach, bring near to'}