Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπαροινέω
προσπαροξύνω
προσπαρορμάω
προσπαρτός
προσπασσαλεύω
προσπάσσω
προσπαστέον
προσπάσχω
προσπάω
πρόσπεινος
προσπειράζω
προσπελάζω
προσπέλασις
προσπελάτης
προσπέμπω
προσπεποιημένως
προσπέρδομαι
προσπεριαγγέλλω
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπεριειλέω
View word page
προσπειράζω
make an attempt besides

ShortDef

make an attempt besides

Debugging

Headword:
προσπειράζω
Headword (normalized):
προσπειράζω
Headword (normalized/stripped):
προσπειραζω
IDX:
76070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76071
Key:

Data

{'content': 'make an attempt besides'}