Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπαρεμβάλλω
προσπαρέχω
προσπαρίσταμαι
προσπαροινέω
προσπαροξύνω
προσπαρορμάω
προσπαρτός
προσπασσαλεύω
προσπάσσω
προσπαστέον
προσπάσχω
προσπάω
πρόσπεινος
προσπειράζω
προσπελάζω
προσπέλασις
προσπελάτης
προσπέμπω
προσπεποιημένως
προσπέρδομαι
προσπεριαγγέλλω
View word page
προσπάσχω
to have an additional

ShortDef

to have an additional

Debugging

Headword:
προσπάσχω
Headword (normalized):
προσπάσχω
Headword (normalized/stripped):
προσπασχω
IDX:
76067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76068
Key:

Data

{'content': 'to have an additional'}