Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπάρειμι
προσπαρεισέρχομαι
προσπαρεμβάλλω
προσπαρέχω
προσπαρίσταμαι
προσπαροινέω
προσπαροξύνω
προσπαρορμάω
προσπαρτός
προσπασσαλεύω
προσπάσσω
προσπαστέον
προσπάσχω
προσπάω
πρόσπεινος
προσπειράζω
προσπελάζω
προσπέλασις
προσπελάτης
προσπέμπω
προσπεποιημένως
View word page
προσπάσσω
sprinkle upon

ShortDef

sprinkle upon

Debugging

Headword:
προσπάσσω
Headword (normalized):
προσπάσσω
Headword (normalized/stripped):
προσπασσω
IDX:
76065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76066
Key:

Data

{'content': 'sprinkle upon'}