Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπαραχωρέω
προσπάρειμι
προσπαρεισέρχομαι
προσπαρεμβάλλω
προσπαρέχω
προσπαρίσταμαι
προσπαροινέω
προσπαροξύνω
προσπαρορμάω
προσπαρτός
προσπασσαλεύω
προσπάσσω
προσπαστέον
προσπάσχω
προσπάω
πρόσπεινος
προσπειράζω
προσπελάζω
προσπέλασις
προσπελάτης
προσπέμπω
View word page
προσπασσαλεύω
to nail fast to

ShortDef

to nail fast to

Debugging

Headword:
προσπασσαλεύω
Headword (normalized):
προσπασσαλεύω
Headword (normalized/stripped):
προσπασσαλευω
IDX:
76064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76065
Key:

Data

{'content': 'to nail fast to'}