Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσπαραφύομαι
προσπαραχωρέω
προσπάρειμι
προσπαρεισέρχομαι
προσπαρεμβάλλω
προσπαρέχω
προσπαρίσταμαι
προσπαροινέω
προσπαροξύνω
προσπαρορμάω
προσπαρτός
προσπασσαλεύω
προσπάσσω
προσπαστέον
προσπάσχω
προσπάω
πρόσπεινος
προσπειράζω
προσπελάζω
προσπέλασις
προσπελάτης
View word page
προσπαρτός
fixed to
ShortDef
fixed to
Debugging
Headword:
προσπαρτός
Headword (normalized):
προσπαρτός
Headword (normalized/stripped):
προσπαρτος
IDX:
76063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76064
Key:
Data
{'content': 'fixed to'}