Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπαρασκευάζω
προσπαρατίθημι
προσπαρατρώγω
προσπαραφύομαι
προσπαραχωρέω
προσπάρειμι
προσπαρεισέρχομαι
προσπαρεμβάλλω
προσπαρέχω
προσπαρίσταμαι
προσπαροινέω
προσπαροξύνω
προσπαρορμάω
προσπαρτός
προσπασσαλεύω
προσπάσσω
προσπαστέον
προσπάσχω
προσπάω
πρόσπεινος
προσπειράζω
View word page
προσπαροινέω
add a further indignity

ShortDef

add a further indignity

Debugging

Headword:
προσπαροινέω
Headword (normalized):
προσπαροινέω
Headword (normalized/stripped):
προσπαροινεω
IDX:
76060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76061
Key:

Data

{'content': 'add a further indignity'}