Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπαραμυθητέον
προσπαραπήγνυμι
προσπαρασκευάζω
προσπαρατίθημι
προσπαρατρώγω
προσπαραφύομαι
προσπαραχωρέω
προσπάρειμι
προσπαρεισέρχομαι
προσπαρεμβάλλω
προσπαρέχω
προσπαρίσταμαι
προσπαροινέω
προσπαροξύνω
προσπαρορμάω
προσπαρτός
προσπασσαλεύω
προσπάσσω
προσπαστέον
προσπάσχω
προσπάω
View word page
προσπαρέχω
to furnish besides

ShortDef

to furnish besides

Debugging

Headword:
προσπαρέχω
Headword (normalized):
προσπαρέχω
Headword (normalized/stripped):
προσπαρεχω
IDX:
76058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76059
Key:

Data

{'content': 'to furnish besides'}