Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπαραληπτέον
προσπαράληψις
προσπαραμένω
προσπαραμυθέομαι
προσπαραμυθητέον
προσπαραπήγνυμι
προσπαρασκευάζω
προσπαρατίθημι
προσπαρατρώγω
προσπαραφύομαι
προσπαραχωρέω
προσπάρειμι
προσπαρεισέρχομαι
προσπαρεμβάλλω
προσπαρέχω
προσπαρίσταμαι
προσπαροινέω
προσπαροξύνω
προσπαρορμάω
προσπαρτός
προσπασσαλεύω
View word page
προσπαραχωρέω
give up as well

ShortDef

give up as well

Debugging

Headword:
προσπαραχωρέω
Headword (normalized):
προσπαραχωρέω
Headword (normalized/stripped):
προσπαραχωρεω
IDX:
76054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76055
Key:

Data

{'content': 'give up as well'}