Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπαρακαλέω
προσπαράκειμαι
προσπαρακελεύομαι
προσπαραλαμβάνω
προσπαραληπτέον
προσπαράληψις
προσπαραμένω
προσπαραμυθέομαι
προσπαραμυθητέον
προσπαραπήγνυμι
προσπαρασκευάζω
προσπαρατίθημι
προσπαρατρώγω
προσπαραφύομαι
προσπαραχωρέω
προσπάρειμι
προσπαρεισέρχομαι
προσπαρεμβάλλω
προσπαρέχω
προσπαρίσταμαι
προσπαροινέω
View word page
προσπαρασκευάζω
to prepare besides

ShortDef

to prepare besides

Debugging

Headword:
προσπαρασκευάζω
Headword (normalized):
προσπαρασκευάζω
Headword (normalized/stripped):
προσπαρασκευαζω
IDX:
76050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76051
Key:

Data

{'content': 'to prepare besides'}