Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπαραδίδωμι
προσπαραινέω
προσπαραιρέομαι
προσπαρακαλέω
προσπαράκειμαι
προσπαρακελεύομαι
προσπαραλαμβάνω
προσπαραληπτέον
προσπαράληψις
προσπαραμένω
προσπαραμυθέομαι
προσπαραμυθητέον
προσπαραπήγνυμι
προσπαρασκευάζω
προσπαρατίθημι
προσπαρατρώγω
προσπαραφύομαι
προσπαραχωρέω
προσπάρειμι
προσπαρεισέρχομαι
προσπαρεμβάλλω
View word page
προσπαραμυθέομαι
urge

ShortDef

urge

Debugging

Headword:
προσπαραμυθέομαι
Headword (normalized):
προσπαραμυθέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσπαραμυθεομαι
IDX:
76047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76048
Key:

Data

{'content': 'urge'}