Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπαραβάλλομαι
προσπαραγγέλλω
προσπαραγράφω
προσπαραδείκνυμι
προσπαραδίδωμι
προσπαραινέω
προσπαραιρέομαι
προσπαρακαλέω
προσπαράκειμαι
προσπαρακελεύομαι
προσπαραλαμβάνω
προσπαραληπτέον
προσπαράληψις
προσπαραμένω
προσπαραμυθέομαι
προσπαραμυθητέον
προσπαραπήγνυμι
προσπαρασκευάζω
προσπαρατίθημι
προσπαρατρώγω
προσπαραφύομαι
View word page
προσπαραλαμβάνω
employ as well

ShortDef

employ as well

Debugging

Headword:
προσπαραλαμβάνω
Headword (normalized):
προσπαραλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
προσπαραλαμβανω
IDX:
76043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76044
Key:

Data

{'content': 'employ as well'}