Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πρόσπαλτα
Προσπαλτόθεν
προσπαραβάλλομαι
προσπαραγγέλλω
προσπαραγράφω
προσπαραδείκνυμι
προσπαραδίδωμι
προσπαραινέω
προσπαραιρέομαι
προσπαρακαλέω
προσπαράκειμαι
προσπαρακελεύομαι
προσπαραλαμβάνω
προσπαραληπτέον
προσπαράληψις
προσπαραμένω
προσπαραμυθέομαι
προσπαραμυθητέον
προσπαραπήγνυμι
προσπαρασκευάζω
προσπαρατίθημι
View word page
προσπαράκειμαι
to be attached

ShortDef

to be attached

Debugging

Headword:
προσπαράκειμαι
Headword (normalized):
προσπαράκειμαι
Headword (normalized/stripped):
προσπαρακειμαι
IDX:
76041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76042
Key:

Data

{'content': 'to be attached'}