Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφθαλμιάω
προσοφλισκάνω
προσοχή
προσοχθίζω
προσόχθισμα
προσοχθισμός
προσοχλέω
πρόσοχος
προσοχυρόω
προσόψημα
προσόψιος
πρόσοψις
προσοψωνέω
προσπάθεια
προσπαθέω
προσπαθής
προσπαίζω
πρόσπαιος
προσπαιστέον
View word page
προσοχυρόω
strengthen besides

ShortDef

strengthen besides

Debugging

Headword:
προσοχυρόω
Headword (normalized):
προσοχυρόω
Headword (normalized/stripped):
προσοχυροω
IDX:
76019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76020
Key:

Data

{'content': 'strengthen besides'}