Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφθαλμιάω
προσοφλισκάνω
προσοχή
προσοχθίζω
προσόχθισμα
προσοχθισμός
προσοχλέω
πρόσοχος
προσοχυρόω
προσόψημα
προσόψιος
πρόσοψις
προσοψωνέω
προσπάθεια
προσπαθέω
προσπαθής
προσπαίζω
πρόσπαιος
View word page
πρόσοχος
attentive
ShortDef
attentive
Debugging
Headword:
πρόσοχος
Headword (normalized):
πρόσοχος
Headword (normalized/stripped):
προσοχος
IDX:
76018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76019
Key:
Data
{'content': 'attentive'}