Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφθαλμιάω
προσοφλισκάνω
προσοχή
προσοχθίζω
προσόχθισμα
προσοχθισμός
προσοχλέω
πρόσοχος
προσοχυρόω
προσόψημα
προσόψιος
πρόσοψις
προσοψωνέω
προσπάθεια
προσπαθέω
προσπαθής
προσπαίζω
View word page
προσοχλέω
annoy

ShortDef

annoy

Debugging

Headword:
προσοχλέω
Headword (normalized):
προσοχλέω
Headword (normalized/stripped):
προσοχλεω
IDX:
76017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76018
Key:

Data

{'content': 'annoy'}