Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσοσφραίνω
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφθαλμιάω
προσοφλισκάνω
προσοχή
προσοχθίζω
προσόχθισμα
προσοχθισμός
προσοχλέω
πρόσοχος
προσοχυρόω
προσόψημα
προσόψιος
πρόσοψις
προσοψωνέω
προσπάθεια
προσπαθέω
προσπαθής
View word page
προσοχθισμός
offence
ShortDef
offence
Debugging
Headword:
προσοχθισμός
Headword (normalized):
προσοχθισμός
Headword (normalized/stripped):
προσοχθισμος
IDX:
76016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76017
Key:
Data
{'content': 'offence'}