Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσορχέομαι
προσοσφραίνω
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφθαλμιάω
προσοφλισκάνω
προσοχή
προσοχθίζω
προσόχθισμα
προσοχθισμός
προσοχλέω
πρόσοχος
προσοχυρόω
προσόψημα
προσόψιος
πρόσοψις
προσοψωνέω
προσπάθεια
προσπαθέω
View word page
προσόχθισμα
object of wrath, offence

ShortDef

object of wrath, offence

Debugging

Headword:
προσόχθισμα
Headword (normalized):
προσόχθισμα
Headword (normalized/stripped):
προσοχθισμα
IDX:
76015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76016
Key:

Data

{'content': 'object of wrath, offence'}