Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσορος
προσορχέομαι
προσοσφραίνω
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφθαλμιάω
προσοφλισκάνω
προσοχή
προσοχθίζω
προσόχθισμα
προσοχθισμός
προσοχλέω
πρόσοχος
προσοχυρόω
προσόψημα
προσόψιος
πρόσοψις
προσοψωνέω
προσπάθεια
View word page
προσοχθίζω
to be wroth with

ShortDef

to be wroth with

Debugging

Headword:
προσοχθίζω
Headword (normalized):
προσοχθίζω
Headword (normalized/stripped):
προσοχθιζω
IDX:
76014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76015
Key:

Data

{'content': 'to be wroth with'}