Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσορμιστήριον
πρόσορμος
πρόσορος
προσορχέομαι
προσοσφραίνω
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφθαλμιάω
προσοφλισκάνω
προσοχή
προσοχθίζω
προσόχθισμα
προσοχθισμός
προσοχλέω
πρόσοχος
προσοχυρόω
προσόψημα
προσόψιος
πρόσοψις
View word page
προσοφλισκάνω
to owe besides, to incur besides

ShortDef

to owe besides, to incur besides

Debugging

Headword:
προσοφλισκάνω
Headword (normalized):
προσοφλισκάνω
Headword (normalized/stripped):
προσοφλισκανω
IDX:
76012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76013
Key:

Data

{'content': 'to owe besides, to incur besides'}