Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσόρμισις
προσορμιστήριον
πρόσορμος
πρόσορος
προσορχέομαι
προσοσφραίνω
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφθαλμιάω
προσοφλισκάνω
προσοχή
προσοχθίζω
προσόχθισμα
προσοχθισμός
προσοχλέω
πρόσοχος
προσοχυρόω
προσόψημα
προσόψιος
View word page
προσοφθαλμιάω
look with aching eyes at

ShortDef

look with aching eyes at

Debugging

Headword:
προσοφθαλμιάω
Headword (normalized):
προσοφθαλμιάω
Headword (normalized/stripped):
προσοφθαλμιαω
IDX:
76011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76012
Key:

Data

{'content': 'look with aching eyes at'}