Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσορμίζω
προσόρμισις
προσορμιστήριον
πρόσορμος
πρόσορος
προσορχέομαι
προσοσφραίνω
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφθαλμιάω
προσοφλισκάνω
προσοχή
προσοχθίζω
προσόχθισμα
προσοχθισμός
προσοχλέω
πρόσοχος
προσοχυρόω
προσόψημα
View word page
προσοφείλω
to owe besides

ShortDef

to owe besides

Debugging

Headword:
προσοφείλω
Headword (normalized):
προσοφείλω
Headword (normalized/stripped):
προσοφειλω
IDX:
76010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76011
Key:

Data

{'content': 'to owe besides'}