Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσορμέω
προσορμίζω
προσόρμισις
προσορμιστήριον
πρόσορμος
πρόσορος
προσορχέομαι
προσοσφραίνω
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφθαλμιάω
προσοφλισκάνω
προσοχή
προσοχθίζω
προσόχθισμα
προσοχθισμός
προσοχλέω
πρόσοχος
προσοχυρόω
View word page
πρόσουρος
adjoining, bordering on

ShortDef

adjoining, bordering on

Debugging

Headword:
πρόσουρος
Headword (normalized):
πρόσουρος
Headword (normalized/stripped):
προσουρος
IDX:
76009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76010
Key:

Data

{'content': 'adjoining, bordering on'}